εκλαμπτικός

εκλαμπτικός
-ή, -ό (AM ἐκλαμπτικός,-ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στην εκλαμψία
2. αυτός που προσβλήθηκε από εκλαμψία
αρχ.
αυτός που έχει τη δύναμη να λάμπει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”